κοντοχωρίτης

κοντοχωρίτης
ισσα , ικο живущий в соседней деревне; родом из соседней деревни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοντοχωρίτης" в других словарях:

  • κοντοχωρίτης — ισσα, ικο ο κάτοικος γειτονικού χωριού ή αυτός που κατάγεται από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χωρίτης (< χώρα), πρβλ. ξενο χωρίτης, περα χωρίτης] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»